- σαμώση
- σαμώση· κεραυνώσῃ, Hsch. [full] σάν,A v. Σ ς B. 2. [full] σάναπτιν· τὴν οἰνώτην, Σκύσαι, Hsch. [full] σανδαία· τροπὴ ἀπὸ γῆς, ἔνιοι δὲ τὸν λίβα ἄνεμον, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαμώση — Α (κατά τον Ησύχ.) «κεραυνώση» … Dictionary of Greek